παρευλαβούμαι

παρευλαβούμαι
-έομαι, Α
φοβούμαι μήπως γίνει κάτι («παρευλαβεῑσθαι μή ποτε... ἀναγκάσωσι μεταθεῑναί τι», Σχόλ. Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εὐλαβοῦμαι «σέβομαι, φοβάμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”